Οι εικόνες των Παπών που ευλογούν τα πλήθη από μπαλκόνια και οι βασιλείς που παρελαύνουν σε άμαξες με χρυσές επενδύσεις μοιάζουν με απομεινάρια ενός κόσμου που αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Κι όμως, είναι ακόμη εδώ — όχι απλώς ως μουσειακά είδη, αλλά ως ενεργοί θεσμοί, με εξουσία, πλούτο και φωνή. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τον Μεσαίωνα.

Οι θεσμοί αυτοί — η μοναρχία και η παπική εξουσία — χτίστηκαν πάνω σε μύθους: “Ο βασιλιάς είναι Θεόσταλτος”, “Ο Πάπας είναι αλάνθαστος όταν μιλά ex cathedra”. Και το κοινό, εκπαιδευμένο από μικρό, καλείται να αποδέχεται αυτές τις αφηγήσεις ως φυσική τάξη πραγμάτων. Να μην ρωτά, να μην κριτικάρει, να υποκλίνεται. Η εικόνα του Πάπα που απευθύνεται σε μια μάζα σιωπηλών, υπάκουων προσκυνητών δεν απέχει πολύ από τον βασιλιά που μιλά σε υπηκόους κι όχι σε πολίτες.
Αλλά αν πιστεύουμε στ’ αλήθεια σε κοινωνίες ισότητας, δικαιοσύνης και προόδου, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να κρατάμε ζωντανούς θεσμούς που έχουν ως βάση την ανισότητα και τη θεοποίηση προσώπων. Δεν γίνεται να μιλάμε για εκκοσμίκευση και να αφήνουμε τους Πάπες να παίζουν ρόλο αρχηγού κράτους. Ούτε να ζητάμε ισονομία και να πληρώνουμε για τα “βασιλικά έξοδα” οικογενειών που έχουν κληρονομήσει τον τίτλο τους σαν να ήταν στρώμα ή σερβίτσιο.
Ίσως το πρόβλημα δεν είναι οι Πάπες ή οι βασιλιάδες, αλλά το γεγονός ότι ακόμη υπάρχουν πρόθυμα πρόβατα να τους χειροκροτούν.