Την παραπομπή σε προανακριτική επιτροπή του Κώστα Καραμανλή, τριών υφυπουργών του, καθώς και του Χρήστου Σπίρτζη και άλλων τριών υφυπουργών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, για τυχόν ποινικές ευθύνες που οδήγησαν στο δυστύχημα των Τεμπών προτείνει το ΠΑΣΟΚ.
Μετά από διαβουλεύσεις και με βάση τη δικογραφία που απέστειλε ο εφέτης ανακριτής στη Βουλή, το ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσε ένα μακροσκελέστατο κατηγορητήριο (62 σελίδων), αποδίδοντας στους 8 κατηγορούμενους «ενδεχόμενο δόλο», όπερ σημαίνει ότι η παραπομπή γίνεται σε βαθμό κακουργήματος.
Οι υφυπουργοί της κυβέρνησης ΝΔ που περιλαμβάνονται στην πρόταση είναι οι Γιάννης Κεφαλογιάννης, Μιχάλης Παπαδόπουλος και Γιώργος Καραγιάννης, ενώ για την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι έχει παρέλθει ο χρόνος της παραγραφής το ΠΑΣΟΚ επέλεξε να συμπεριλάβει την Μαρίνα Χρυσοβελώνη, τον Γιώργο Μαυραγάνη και τον Θάνο Μωραίτη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της πρότασης του ΠΑΣΟΚ «αν και ήταν νόμιμα επιφορτισμένα με το καθήκον εποπτείας και υλοποίησης της ασφάλειας της αναφερόμενης συγκοινωνίας (από το θεσμικό πλαίσιο), δεν έπραξαν αυτό (την εποπτεία και υλοποίηση της ασφάλειας) και συγκεκριμένα παραβίασαν ουσιώδη μέτρα ασφαλείας και παρέλειψαν να ενεργήσουν ουσιώδεις ενέργειες για την αποκατάσταση της επισφαλούς λειτουργίας της κυκλοφορίας (παρότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αυτό), αποδεχόμενοι το γεγονός ότι από τη μη ασφαλή λειτουργία της κυκλοφορίας, σύμφωνα με όσα περιγράφηκαν παραπάνω, μπορεί να επερχόταν κάθε είδους κίνδυνος ή/και βλάβη στο επιβατικό κοινό και σε ξένα πράγματα, ώστε με τις ως άνω παραβιάσεις και παραλείψεις τους διατάραξαν πράγματι την ασφάλεια της συγκοινωνίας, από την οποία διατάραξη όχι μόνο δημιουργήθηκε κίνδυνος για ξένα κοινά πράγματα και για άνθρωπο, αλλά τελικά πραγματώθηκε, με την αιτιώδη πρόκληση (ως μόνη ενεργός αιτία) του αποτελέσματος του θανάτου 57 ανθρώπων».
Η παραπομπή γίνεται με βάση το άρθρο 291 παρ.1ΠΚ, που τιτλοφορείται «Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών» και τους καταλογίζεται «ενδεχόμενος δόλος».
Όπως σημειώνεται στην πρόταση «προέβλεψαν την πραγμάτωση εξαιτίας της συμπεριφοράς τους της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 291 ΠΚ, δηλαδή αντιλαμβάνονταν πλήρως και γνώριζαν τις διαταραχές στη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου και την επικινδυνότητα της αξιόποινης συμπεριφοράς τους, ήτοι της παράλειψής τους να αποτρέψουν την διατάραξη και τον εξ αυτής κίνδυνο αν και υποχρεούνταν προς τούτο, και, παρά τούτο, αδιαφόρησαν και επέμειναν στην τέλεση της πράξεως τους, ιδίως με τη μη έγκαιρη επέμβασή τους προς επίλυση των ως άνω προβλημάτων (αν και όφειλαν και μπορούσαν να το έχουν πράξει αυτό), αποδεχόμενοι προδήλως άπαντες τους κινδύνους από την ανασφαλή λειτουργία του δικτύου (ιδίως για άνθρωπο) και επιδεικνύοντας αμέλεια ως προς το τελικά επελθόν αποτέλεσμα των 57 ανθρωποκτονιών και πολλών σωματικών βλαβών (καθώς αν είχαν ενδεχόμενο δόλο ως προς αυτές θα στοιχειοθετούνταν πλέον όχι το προτεινόμενο έγκλημα διακινδύνευσης αλλά έγκλημα βλάβης, όπως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κ.ο.κ., περίπτωση που δεν συνιστά πρότασή μας και που δεν στηρίζεται κατά την κρίση μας στα μέχρι σήμερα τεθέντα υπόψη μας στοιχεία της δικογραφίας)».
Όλη η πρόταση του ΠΑΣΟΚ
Αναλυτικά το κεφάλαιο Δ. Συμπεράσματα – Υπαγωγή
«Δ1. Το άρθρο 86 του Συντάγματος ρυθμίζει, από κοινού με τον εκτελεστικό του νόμο 3126/2003 «περί ποινικής ευθύνης Υπουργών», όπως ισχύει, και τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής, το θεσμό της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, καθιστώντας τη Βουλή αποκλειστικά αρμόδια για την άσκηση δίωξης κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, «[Π]ρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία».
Δ2. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 291 παρ.1ΠΚ, που τιτλοφορείται «Επικίνδυνες παρεμβάσεις στην συγκοινωνία μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων και αεροσκαφών», όπως ίσχυε κατά τους ανωτέρω κρίσιμους χρόνους και δη από τον Ιούλιο του 2019 έως τις 28.2.2023, «1. Όποιος διαταράσσει την ασφάλεια της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, πλοίων ή αεροσκαφών: α) με καταστροφή, βλάβη ή μετακίνηση εγκαταστάσεων ή συγκοινωνιακών μέσων, β) με τοποθέτηση ή διατήρηση εμποδίων, γ) με αλλοίωση σημείων ή σημάτων ή με τοποθέτηση ή διατήρηση εσφαλμένων σημείων ή σημάτων, δ) με παραβίαση των κανόνων τεχνικού ελέγχου ή ασφαλούς φόρτωσης των συγκοινωνιακών μέσων, ε) με παραβίαση των κανόνων λειτουργίας συστημάτων μη επανδρωμένων αεροσκαφών, στ) με άλλες, εξίσου επικίνδυνες, για την ασφάλεια της συγκοινωνίας πράξεις τιμωρείται: αα) με φυλάκιση αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα, ββ) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, γγ) με κάθειρξη αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, δδ) με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη».
Για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του αδικήματος απαιτείται η πρόκληση του κινδύνου, όχι όμως και η πραγμάτωσή του, ούτε και η πρόκληση σύγκρουσης – δυστυχήματος διότι άλλως θα στοιχειοθετούνταν όχι έγκλημα διακινδύνευσης, όπως εν προκειμένω, αλλά έγκλημα βλάβης, πράγμα που δεν αποτελεί σκοπό του νομοθέτη και δεν προκύπτει από την γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 291 ΠΚ. Έγκλημα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο είναι το κακούργημα, υπό την διακεκριμένη μορφή του που απαιτεί να επήλθε θάνατος άλλου και απειλεί ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών ή ισόβια κάθειρξη (291 παρ. 1 στοιχείο ε’ υποπ. δδ’ ΠΚ). Τέλος, για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πρώτης παρ. απαιτείται δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος), που ενέχει την γνώση και θέληση ή αποδοχή διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας, ενώ, όσον αφορά το εκ του αποτελέσματος έγκλημα με θανατηφόρο αποτέλεσμα, αρκεί η αμέλεια ως προς το βαρύτερο αυτό αποτέλεσμα (Εφ.Αιγαίου 50/2019, ΠλημμΡόδου 48/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Το έγκλημα μπορεί να τελεστεί τόσο δια θετικής ενέργειας, όσο και δια παραλείψεως, εφόσον, όπως εν προκειμένω, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 ΠΚ, ήτοι στις περιπτώσεις που ο υπαίτιος, αν και έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα, που εν προκειμένω είναι η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών και ο εξ αυτής κίνδυνος για ξένα πράγματα ή/και το επιβατικό κοινό (όχι η ίδια η επέλευση βλάβης) είτε η σωματική βλάβη ανθρώπου ή/και ο θάνατος, είτε η βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις (ως αποτέλεσμα της διατάραξης), τα οποία αρκεί να οφείλονται και σε αμέλειά του δράστη, καθώς το άρθρο 291 ΠΚ στοιχειοθετεί γνήσιο εκ του αποτελέσματος διακρινόμενο έγκλημα, δεν το πράττει.
Δ3. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ανωτέρω ειδικότερα παρατεθέντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτουν (τουλάχιστον) σοβαρές ενδείξεις, ότι τα ανωτέρω πρόσωπα, κατά περίπτωση και ανάλογα με τις ως άνω αρμοδιότητές τους στους ανωτέρω παρατιθέμενους χρόνους, αν και ήταν νόμιμα επιφορτισμένα με το καθήκον εποπτείας και υλοποίησης της ασφάλειας της αναφερόμενης συγκοινωνίας (από το θεσμικό πλαίσιο), δεν έπραξαν αυτό (την εποπτεία και υλοποίηση της ασφάλειας) και συγκεκριμένα παραβίασαν ουσιώδη μέτρα ασφαλείας και παρέλειψαν να ενεργήσουν ουσιώδεις ενέργειες για την αποκατάσταση της επισφαλούς λειτουργίας της κυκλοφορίας (παρότι είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αυτό), αποδεχόμενοι το γεγονός ότι από τη μη ασφαλή λειτουργία της κυκλοφορίας, σύμφωνα με όσα περιγράφηκαν παραπάνω, μπορεί να επερχόταν κάθε είδους κίνδυνος ή/και βλάβη στο επιβατικό κοινό και σε ξένα πράγματα, ώστε με τις ως άνω παραβιάσεις και παραλείψεις τους διατάραξαν πράγματι την ασφάλεια της συγκοινωνίας, από την οποία διατάραξη όχι μόνο δημιουργήθηκε κίνδυνος για ξένα κοινά πράγματα και για άνθρωπο, αλλά τελικά πραγματώθηκε, με την αιτιώδη πρόκληση (ως μόνη ενεργός αιτία) του αποτελέσματος του θανάτου 57 ανθρώπων.
Οι ως άνω παραβιάσεις και παραλείψεις τους, που τελούν κατά τα ανωτέρω σε άμεσο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, συνοψίζονται κατά τον κρίσιμο χρόνο (28-2-2023) και τόπο (επίδικο ειδικότερα τμήμα Λάρισας – Ν. Πόρων), στο ότι δεν τελούσε σε λειτουργία κανένα από τα παραπάνω ουσιώδη ψηφιακά – ηλεκτρομηχανολογικά συστήματα ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, ούτε είχαν ληφθεί τα ως άνω προληπτικά μέτρα ασφαλείας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας τα οποία, όμως, εάν λειτουργούσαν ή είχαν θεσπισθεί, αντίστοιχα, ειδικά στο επίδικο τμήμα (Λάρισα – Ν. Πόροι), μετά βεβαιότητας δεν θα επισυνέβαινε το επίδικο δυστύχημα της 28-2-2023 επί της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Θεσσαλονίκης στο ύψος του Ευαγγελισμού των Τεμπών, καθόσον η χρήση – λειτουργία και επενέργεια των εν λόγω συστημάτων ασφάλειας – ελέγχου της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, καθώς και η θέσπιση των ως άνω πρόσθετων μέτρων ασφάλειας (2ος σταθμάρχης νυκτερινής βάρδιας, μείωση ταχύτητα αμαξοστοιχιών, θέσπιση νέου εθνικού κανόνα με το ανωτέρω περιεχόμενο) θα απέτρεπε τη σύγκρουση των ως άνω αμαξοστοιχιών είτε συνδυαστικά είτε μεμονωμένα, είτε α) μέσω της λειτουργίας της τηλεδιοίκησης του ΚΕΚ Λάρισας και της αμφίδρομης φωτοσήμανσης – σηματοδότησης της γραμμής είτε β) του συστήματος GSM-R, όπως οι τεχνικές προδιαγραφές – δυνατότητες και η κατά χρήση λειτουργία των συστημάτων αυτών εκτίθεται αναλυτικά πιο πάνω είτε γ) μέσω της παρουσίας δεύτερου (2ου) σταθμάρχη στη βραδινή βάρδια του Σ. Σ. Λάρισας αντί ενός (1) μόνο, ο οποίος (2ος σταθμάρχης), όντας παρών στο σταθμαρχείο του σταθμού θα εντόπιζε έγκαιρα την ενέργεια του Βασιλείου Σαμαρά να θέσει αντίρροπα επί της γραμμής καθόδου την επιβατική αμαξοστοιχία κατά την έξοδό της από το Σ.Σ. Λάρισας και θα επενέβαινε προκειμένου αυτή να άμεσα ακινητοποιηθεί και να εισέλθει κανονικά στη γραμμή ανόδου είτε δ) μέσω της μειωμένης ταχύτητας που θα είχε ορισθεί για την κίνηση των αμαξοστοιχιών με σχετική εγκύκλιο βραδυπορίας από τη Δ/νση Κυκλοφορίας του ΟΣΕ ΑΕ (άρθρα 76 – 77 ΓΚΚ) ενόψει της επικινδυνότητας της κίνησης συνεπεία των ως άνω ελλείψεων είτε στ) και με τη θέσπιση αναγκαίου Νέου Εθνικού Κανόνα, έστω ως προσωρινού προληπτικού μέτρου, λόγω του κατεπείγοντος, που θα λάμβανε υπόψη όλα τα παραπάνω δεδομένα και η εφαρμογή του θα διαμόρφωνε ασφαλείς συνθήκες σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, μεταξύ άλλων και στο επίδικο τμήμα (Λάρισα – Ν. Πόροι), όπου επισυνέβη το εν λόγω σιδηροδρομικό δυστύχημα. Ήδη δε η λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής, υπό τους ανωτέρω όρους, την οποία λειτουργία τα ανωτέρω πρόσωπα επέτρεψαν, παρότι γνώριζαν ότι έλειπαν θεμελιώδεις όροι για την ασφαλή σιδηροδρομική κυκλοφορία, συνιστά συμπεριφορά διατάραξης, από την οποία αναμφίβολα προέκυψε αυτός ακριβώς ο κίνδυνος, που τελικά πραγματώθηκε (δηλαδή ο κίνδυνος για άνθρωπο και τα αποτελέσματα πρόκλησης α) σωματικής βλάβης και β) θανάτου), με δεδομένο ότι οι ελλείποντες όροι (συστήματα ασφαλείας και προληπτικά μέτρα ασφαλείας) κατέτειναν ακριβώς σε αυτό, στην ασφαλή δηλαδή λειτουργία της σιδηροδρομικής γραμμής, η οποία αναμφίβολα συνίσταται και στην αποφυγή σφοδρής σύγκρουσης (ιδίως θανατηφόρας).
Τα ανωτέρω πρόσωπα, παρ’ όλο που τελούσαν σε πλήρη γνώση, ενόψει της ιδιότητάς τους και των προεκτεθέντων στις οικείες θέσεις εγγράφων, του κινδύνου από την έλλειψη των ως άνω δικλείδων ασφαλείας, όπως και των προπεριγραφόμενων ελλείψεων – παραλείψεων στην ασφάλεια της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, σε συνδυασμό με την παράλειψή τους επί όλο αυτό το χρονικό διάστημα να ενεργήσουν, δεν μερίμνησαν για την πλήρη λειτουργία τους κατά τον προορισμό σχεδίασης και παραγωγής-κατασκευής τους, ως ουσιωδών και κρίσιμων συστημάτων ασφαλείας, επικοινωνίας και διαχείρισης της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας επί του δικτύου του ΟΣΕ, ενώ ομοίως δεν μερίμνησαν ώστε ο ΟΣΕ να προβαίνει σε έγκαιρο έλεγχο, επίβλεψη, συντήρηση, ανάταξη και αποκατάσταση βλαβών, ώστε να τελούν αυτά (κάτωθι συστήματα ασφαλείας, επικοινωνίας και διαχείρισης της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας επί του δικτύου του ΟΣΕ ΑΕ) σε πλήρη λειτουργία, προκειμένου να επιτυγχάνεται ασφαλής σιδηροδρομική κυκλοφορία επί του σιδηροδρομικού δικτύου.
Την πράξη τους αυτή τα ως άνω πρόσωπα τέλεσαν με ενδεχόμενο δόλο, καθώς προέβλεψαν την πραγμάτωση εξαιτίας της συμπεριφοράς τους της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 291 ΠΚ, δηλαδή αντιλαμβάνονταν πλήρως και γνώριζαν τις διαταραχές στη λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου και την επικινδυνότητα της αξιόποινης συμπεριφοράς τους, ήτοι της παράλειψής τους να αποτρέψουν την διατάραξη και τον εξ αυτής κίνδυνο αν και υποχρεούνταν προς τούτο, και, παρά τούτο, αδιαφόρησαν και επέμειναν στην τέλεση της πράξεως τους, ιδίως με τη μη έγκαιρη επέμβασή τους προς επίλυση των ως άνω προβλημάτων (αν και όφειλαν και μπορούσαν να το έχουν πράξει αυτό), αποδεχόμενοι προδήλως άπαντες τους κινδύνους από την ανασφαλή λειτουργία του δικτύου (ιδίως για άνθρωπο) και επιδεικνύοντας αμέλεια ως προς το τελικά επελθόν αποτέλεσμα των 57 ανθρωποκτονιών και πολλών σωματικών βλαβών (καθώς αν είχαν ενδεχόμενο δόλο ως προς αυτές θα στοιχειοθετούνταν πλέον όχι το προτεινόμενο έγκλημα διακινδύνευσης αλλά έγκλημα βλάβης, όπως της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κ.ο.κ., περίπτωση που δεν συνιστά πρότασή μας και που δεν στηρίζεται κατά την κρίση μας στα μέχρι σήμερα τεθέντα υπόψη μας στοιχεία της δικογραφίας). Η ανωτέρω δε θέση και ιδιότητά τους, σε συνδυασμό με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, συγκροτούν την ύπαρξη ιδιαίτερης, ειδικής και όχι γενικής, νομικής υποχρεώσεώς τους ως υπαιτίων προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή και η οποία (ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση) συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και πηγάζει από ρητές, επιτακτικού χαρακτήρα, διατάξεις νόμων και από το σύμπλεγμα των προπαρατιθέμενων νομικών κανόνων και καθηκόντων τους, που συνδέονται με την ως άνω θέση και ιδιότητά του ως ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος (ΟλΑΠ 4/2010, ΑΠ 329/2021).
Κατά συνέπεια, με την παρούσα, έχοντας λάβει υπόψη τα μέχρι σήμερα πορίσματα της ανακριτικής διαδικασίας, φρονούμε ότι ενόψει αυτών, προδήλως και κατ’ ελάχιστον επιβάλλεται η διενέργεια ποινικής προκαταρκτικής εξέτασης για την διερεύνηση ειδικά των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των ως άνω μελών της Κυβέρνησης, επιφυλασσόμενοι προφανώς να επανέλθουμε εφόσον διαβιβαστούν ή προκύψουν νεότερα στοιχεία και για έτερα μέλη της Κυβέρνησης ή άλλες πράξεις.
Επειδή κατόπιν των ανωτέρω προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, άξιες προκαταρκτικής διερεύνησης, ότι οι καθ’ ων η παρούσα πρόταση τέλεσαν με πρόθεση κατά τα προεκτεθέντα το αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας της συγκοινωνίας μέσων σταθερής τροχιάς, τόσο με θετική ενέργεια, όσο και δια παραλείψεως, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους με την ιδιότητα του μέλους της Κυβέρνησης και ειδικότερα κατά περίπτωση του Υπουργού Μεταφορών και Υποδομών, του Υφυπουργού Μεταφορών και του Υφυπουργού Υποδομών.
Επειδή από τις προς διερεύνηση πράξεις φέρεται πως προκλήθηκε σύγκρουση που οδήγησε στον θάνατο μεγάλου αριθμού ατόμων και συγκεκριμένα στον θάνατο 57 ανθρώπων και των τραυματισμό τουλάχιστον 32 ανθρώπων, ενώ προκλήθηκε κίνδυνος για τους υπόλοιπους διακόσιους εξήντα τέσσερις (264) επιβαίνοντες και στις δύο αμαξοστοιχίες.
Για τους λόγους αυτούς
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ
Όπως, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 επ. του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του Ν. 3126/2003 περί της «Ποινικής Ευθύνης Υπουργών», ως ισχύουν, συσταθεί Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης κατά των πρώην Υπουργών Μεταφορών και Υποδομών Κωνσταντίνου Αχ. Καραμανλή και Χρήστου Σπίρτζη, καθώς και κατά των πρώην Υφυπουργών Μιχαήλ Παπαδόπουλου, Ιωάννη Κεφαλογιάννη, Γεωργίου Καραγιάννη, Μαρίνας Χρυσοβελώνη, Νικόλαου Μαυραγάνη και Αθανάσιου Μωραΐτη, για την κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα διερεύνηση τυχόν αδικημάτων που έχουν τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Διαβάστε επίσης:
Ενός λεπτού σιγή στη μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ποντίων τήρησε η Βουλή