Παραμένει εξαιρετικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι η επάνοδος της Ισπανίας στη Δημοκρατία, μετά τον Εμφύλιο και την τριαντάχρονη απολυταρχία του Φράνκο, επετεύχθη με τον καλύτερο τρόπο, αφομοιώνοντας πολιτικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σε ελάχιστο χρόνο. Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος υπήρξε σαφώς κάτι πολύ πιο ευρύ από έναν εμφύλιο, πράγμα που αποδεικνύεται από το ότι έγινε αντικείμενο ευρύτατων διεθνών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων.
Στον δρόμο για το Μπιλμπάο
Το απόγευμα της 26ης Απριλίου 1937, ένα επεισόδιο αυτής της εμφύλιας διαμάχης θα έμενε γνωστό στην Ιστορία χάρη σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα, ο οποίος θα αποτύπωνε την καταστροφική φρίκη του πολέμου μέσα από το μεγαλείο της τέχνης, μιας τέχνης που αναλάμβανε να αφηγηθεί το γεγονός αλλά και να επιτύχει την υπέρβαση της τραγωδίας που προκλήθηκε.
Την άνοιξη του 1937, οι εθνικιστές του στρατηγού Φράνκο μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είχαν στον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας. Το βόρειο μέτωπο παρέμενε ένα αγκάθι για τους εθνικιστές. Στα σχέδιά του για τον πόλεμο στον Βορρά, ο Φράνκο είχε συμβούλους τους Γερμανούς, οι οποίοι, προσβλέποντας στα δικά τους συμφέροντα, ήθελαν να ολοκληρωθεί αυτός ο πόλεμος που αποσπούσε την προσοχή από τις βλέψεις που είχαν οι ίδιοι για την Κεντρική Ευρώπη. Περά από αυτό, οι Γερμανοί ήθελαν να εξασφαλίσουν την πολύτιμη γι’ αυτούς προμήθεια σε χάλυβα και γαιάνθρακα της περιοχής, για να εξυπηρετήσουν το εξοπλιστικό τους πρόγραμμα.
Η κυριαρχία του Φράνκο στον Βορρά περνούσε από το Μπιλμπάο, μια πόλη των ανυπότακτων Βάσκων, οι οποίοι συνεργάζονταν στενά με τη δημοκρατική κυβέρνηση της Μαδρίτης. Στον δρόμο για το Μπιλμπάο έστεκε εμπόδιο μια μικρή πόλη 5.000 κατοίκων, η Γκουέρνικα. Η πόλη φιλοξενούσε εκείνη την περίοδο χιλιάδες δημοκρατικούς πρόσφυγες. Ήταν μια ιερή πόλη για τους Βάσκους, γιατί στο κέντρο της υπήρχε μια «ιστορική» βελανιδιά, κάτω από την οποία συνήθιζε να συνεδριάζει η Βουλή τους.
Λίγες μέρες πριν…
Οι Βάσκοι είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από την πείνα. Όταν, όμως, ένα μικρό εμπορικό πλοίο αγνόησε τον ναυτικό αποκλεισμό των εθνικιστών στις 20 Απριλίου του 1937, ξέσπασαν μάχες που δεν εξελίχθηκαν ευνοϊκά γι’ αυτούς. Η πανίσχυρη εθνικιστική αεροπορία, σε συνδυασμό με τη μαχητική ικανότητα των Καρλιστών, οδήγησε το μέτωπο των Δημοκρατικών στην κατάρρευση. Παρ’ όλα αυτά, ο Γερμανός αντισμήναρχος Βόλφραμ Φράιχερ φον Ριχτχόφεν έδειχνε στενοχωρημένος. Ο αντισμήναρχος ήταν επικεφαλής Γερμανών εθελοντών, οι οποίοι είχαν συγκροτήσει τη «Λεγεώνα Κόνδωρ». Τυπικά, η ναζιστική Γερμανία είχε δηλώσει ουδετερότητα στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ωστόσο, συμμετείχε, στην ουσία, με μιαν ομάδα «εθελοντών», οι οποίοι όλως τυχαίως συνέβαινε να είναι επίλεκτοι αεροπόροι της «Λουφτβάφε». Μάλιστα, όπως αποδείχτηκε αργότερα, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, οι πιλότοι αυτοί είχαν σταλεί με διπλή αποστολή: από τη μια να σταματήσουν την εξάπλωση του κομμουνισμού κι από την άλλη, με την ευκαιρία, να δοκιμάσουν τα τελευταία μοντέλα της γερμανικής Πολεμικής Αεροπορίας σε συνθήκες πραγματικής μάχης.
Ο βομβαρδισμός της Γκουέρνικα
Η πόλη της Γκουέρνικα απείχε από το μέτωπο περίπου δέκα χιλιόμετρα. Αν ήθελαν το Μπιλμπάο, έπρεπε να περάσουν από τη μικρή αυτή πόλη. Την επιχείρηση κλήθηκε να σχεδιάσει ο Γερμανός Ριχτχόφεν. Σύμφωνα με τα σχέδιά του, στις επιχειρήσεις θα έπαιρναν μέρος 20 γερμανικά μαχητικά και τρία ιταλικά, από αυτά που είχε παραχωρήσει ο Μουσολίνι στον ομοϊδεάτη του Φράνκο. Αυτή η αεροπορική δύναμη θα επιχειρούσε πέντε κύκλους επιθέσεων εναντίον της πόλης.
Τη Δευτέρα της 26ης Απριλίου 1937, στις 14.30, στην πόλη ακούστηκε ο γνώριμος ήχος της καμπάνας που σήμανε από την κεντρική εκκλησία. Καλούσε τους κατοίκους να τρέξουν στα καταφύγια, προειδοποιώντας ότι επίκειται αεροπορική επιδρομή. Ο ήχος βρήκε πολλούς αγρότες με τις πραμάτειες τους στην είσοδο της πόλης – εκείνη τη μέρα είχε λαϊκή αγορά… Αυτοί πρόλαβαν να επιστρέψουν τρέχοντας στα χωριά τους, ωστόσο πολλοί από αυτούς ήταν ήδη στην πόλη μαζί με τις αγελάδες και τα πρόβατά τους. Οι πρόσφυγες που βρίσκονταν σε εκείνα τα μέρη, λόγω της προέλασης του εθνικιστικού στρατού, πλημμύρισαν τα καταφύγια, μαζί με τους ντόπιους.
Από την πειρατική μοίρα του Ριχτχόφεν πέταξε πρώτα το βομβαρδιστικό Heinkel 111, με κατεύθυνση το πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Από τα σύννεφα πέταξε το βαρύ του φορτίο, σκορπώντας τον θάνατο. Πολλοί άνθρωποι πετάχτηκαν από τα καταφύγια για να προσφέρουν τη βοήθειά τους σε όσους τη χρειάζονταν. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα την πόλη σκίαζε ολόκληρη η γερμανική μοίρα αεροπλάνων. Βόμβες όλων των μεγεθών έπεσαν μέσα στην πόλη. Όσοι είχαν βρεθεί έξω, έσπευσαν ξανά στα καταφύγια. Αλλά και εκεί η παραμονή τους δεν έμελλε να είναι πολύωρη.
Οι βομβαρδισμοί που ακολούθησαν απέδειξαν ότι τα καταφύγια δεν άντεχαν το βάρος των βομβών, κι όλοι άρχισαν να τρέχουν σαν τρελοί προς τα χωράφια για να σωθούν. Ωστόσο, οι διαταγές για τη σφαγή των αθώων ήταν ρητές. Έτσι, πάνω από τα κεφάλια των πανικόβλητων πολιτών που αποτελούνταν από άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, παιδιά, ακόμα και καλόγριες, πετούσαν τα καταδιωκτικά Heinkel 51 πυροβολώντας και ρίχνοντας χειροβομβίδες. Είναι χαρακτηριστικό ότι πυροβολούσαν ακόμα και τα οικόσιτα ζώα των αγρών. Και να σκεφτεί κανείς ότι ακόμα δεν είχε αρχίσει η κύρια επίθεση.
Η χαριστική βολή
«Στις 17.15, ο ήχος των αεροπλάνων πρόβαλε τρομακτικά πάνω απ’ την Γκουέρνικα. Ακολούθησε μια σειρά βομβαρδισμών για δυόμισι ώρες ανά εικοσάλεπτα διαστήματα. Η Λεγεώνα Κόνδωρ είχε επινοήσει αυτούς τους κυλιόμενους βομβαρδισμούς. Αυτή τη φορά, ήταν τα βαριά Junkers 52. Τα φορτία τους αποτελούσαν μικρής και μεσαίας δυναμικότητας βόμβες, καθώς επίσης και βόμβες των 250 κιλών, και εμπρηστικές.
Ολόκληρες οικογένειες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους ή συνεθλίβησαν μέσα στα καταφύγια. Αγελάδες και πρόβατα, λάμποντας από το λευκό φώσφορο, έτρεχαν ξέφρενα ανάμεσα σε κτήρια, τα οποία καίγονταν, μέχρι που υπέκυπταν. Μαυρισμένοι άνθρωποι έβγαιναν παραπατώντας μέσα από τις φλόγες, τον καπνό και τη σκόνη, ενώ άλλοι σκάλιζαν τα ερείπια ελπίζοντας να ξεθάψουν φίλους και συγγενείς. Σύμφωνα με τη βασκική κυβέρνηση, οι απώλειες αφορούσαν περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της πόλης – 1.654 νεκροί και 889 τραυματίες. Εντούτοις, πλέον πρόσφατη έρευνα αναφέρει ότι οι νεκροί ήταν μεταξύ των 200 και 300. Όσοι έσπευσαν στην πόλη από το Μπιλμπάο έχασαν κάθε ίχνος αρχικής δυσπιστίας μόλις αντίκρισαν από απόσταση το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα που είχε βάψει τον ουρανό. Τα κτήρια του Κοινοβουλίου και η ιερή βελανιδιά είχαν μείνει ανέπαφα, επειδή είχαν βρεθεί έξω από την πορεία πτήσης που οι πιλότοι είχαν ακολουθήσει πολύ σχολαστικά… Η υπόλοιπη Γκουέρνικα ήταν ένας καμένος σκελετός».1
Δημοσιοποίηση και αντιδράσεις
Την επομένη της καταστροφής, η εγκληματική αυτή ενέργεια είχε δημοσιευτεί στον αγγλικό Τύπο, και δυο μέρες αργότερα ένα άρθρο του George Steer στους «Times» του Λονδίνου και τους «New York Times» προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον.
Θλιβερή υπήρξε και η στάση της ισπανικής Εκκλησίας, η οποία ισχυρίστηκε επιπλέον ότι δεν υπήρχε ούτε ένας Γερμανός στρατιώτης και ότι ο Φράνκο είχε ανάγκη μόνο από Ισπανούς στρατιώτες, οι οποίοι ήταν απαράμιλλοι παγκοσμίως.
Η Γκουέρνικα σύμβολο
Η Γκουέρνικα έγινε ένα παγκόσμιο σύμβολο, μια εικόνα διαμαρτυρίας ενάντια σε κάθε πόλεμο. Και αυτή υπήρξε η μεγαλύτερη δικαίωση αλλά και ελπίδα που φύτρωσε μέσα από τη φρίκη της καταστροφής της. Πρόκειται για μια τεράστια ελαιογραφία 3,49 x 7,77, φτιαγμένη από τον Πάμπλο Πικάσο, που περιγράφει την ανθρώπινη απόγνωση μπροστά στην καταστροφή του πολέμου. Το έργο εκτέθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1937 στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων, προκειμένου να συγκεντρωθούν χρήματα για την προάσπιση της Δημοκρατίας στην Ισπανία.
1 Antony Beevor, «Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος 1936-1939», μετάφραση Γιάννης Καστανάρας, εκδόσεις Γκοβόστης.
Διαβάστε επίσης:
Ο πρωτοπόρος κοινωνικός αγωνιστής Σταύρος Καλλέργης και η πρώτη Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα